κηπουρικός — ή, ό (ΑΜ κηπουρικός, ή, όν) [κηπουρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον κήπο ή στον κηπουρό και την τέχνη του (α. «κηπουρικά εργαλεία» β. «κηπουρικαὶ θύραι», Θεόφρ.) νεοελλ. μσν. το θηλ. ως ουσ. η κηπουρική η τέχνη τού κηπουρού, η… … Dictionary of Greek
κηπουρικόν — κηπουρικός of masc acc sg κηπουρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρικαῖς — κηπουρικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρικοῖς — κηπουρικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρικοί — κηπουρικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρικοῦ — κηπουρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπουρικῶς — κηπουρικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՊԱՐՏԻԶԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0643 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. κηπουρικός, κηπούρος hortensis, hortolanus եւն. Սպեհական պարտիզաց. բուսեալն ʼի պարտիզի. եւ Պարտիզպան. *Լախուրն խոտ է պարտիզական, անուշահոտ եւ անուշահամ. Նոննոս.: *Ապա ուրեմն պարտիզական… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)